- σβούρα
- η1. όργανο παιχνιδιού που έχει σχήμα κωνικό και περιστρέφεται πολύ γρήγορα.2. μτφ., άνθρωπος αεικίνητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σβούρα — η, Ν 1. παιδικό παιχνίδι από ξύλο ή πλαστικό, με κωνικό σχήμα, που καταλήγει σε ακίδα, γύρω από την οποία περιστρέφεται όρθιο με ταχύτητα, όταν ριχθεί στο έδαφος, χάρη στο απότομο ξετύλιγμα λεπτού νήματος που είχε τυλιχθεί γύρω του 2. παρόμοιο… … Dictionary of Greek
σβουράκι — το, Ν [σβούρα] 1. μικρή σβούρα 2. ηλεκτροκίνητος ταχύστροφος δίσκος που χρησιμοποιείται για τη λείανση μωσαϊκών … Dictionary of Greek
σβουρίζω — Ν [σβούρα] 1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα 2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («τού σβούριξε μία και τού φυγαν τα γυαλιά») … Dictionary of Greek
στρομβοπαίκτης — ο, Ν αυτός που παίζει με τη σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα» + παίκτης (πρβλ. οργανο παίκτης)] … Dictionary of Greek
στρομπίδα — η, Ν σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρόμβος «σβούρα» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *στρομβίς] … Dictionary of Greek
τρομβηδόν — ΜΑ επίρρ. σαν τη σβούρα, περιστροφικά, γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
Портокалоглу, Никос — Никос Портокалоглу World Music Day 2009 в … Википедия
ακροπήνιον — ἀκροπήνιον, το (Μ) είδος παιδικού παιχνιδιού, όμοιου με τη σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πηνίον «αδράχτι»] … Dictionary of Greek
βέμβιξ — ( ικος), η (Α) 1. η σβούρα 2. δίνη, ρουφήχτρα 3. κυκλώνας 4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) *bamb «φουσκώνω» + (επίθημα) ῑκ ,… … Dictionary of Greek
βεμβικίζω — (Α) [βέμβιξ] περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα … Dictionary of Greek